γιωτάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιωτάς | οι | γιωτάδες |
| γενική | του | γιωτά | των | γιωτάδων |
| αιτιατική | τον | γιωτά | τους | γιωτάδες |
| κλητική | γιωτά | γιωτάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γιωτάς αρσενικό (θηλυκό γιωτού)
- (στρατιωτική αργκό) αυτός που κατά τη θητεία του στον στρατό λαμβάνει κατάταξη σωματικής ικανότητας 3ης ή 4ης κατηγορίας (Ι3 και Ι4 αντίστοιχα, σε κλίμακα από 1 μέχρι 5), τα οποία δηλώνουν μειωμένες υποχρεώσεις ως στρατεύσιμου λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, σωματικού, ψυχικού ή ψυχιατρικού
- ※ […] η συντριπτική πλειονότητα των γιωτάδων παριστάνει τους γιωτάδες για να αποφύγει τις κουραστικές ασκήσεις. Αυτοί είναι που παίρνουν στο λαιμό τους και τους αυθεντικούς γιωτάδες. […] Ο γιωτάς στο στρατό έφαγε το λιγότερο κρύο και έριξε το λιγότερο ξενύχτι από όλους τους υπόλοιπους φαντάρους
- από το κείμενο «Οι 33 κανόνες του γιωτά στο στρατό», Oneman.gr [2015]· πρόσβαση : 2019-06-24.
- ※ […] η συντριπτική πλειονότητα των γιωτάδων παριστάνει τους γιωτάδες για να αποφύγει τις κουραστικές ασκήσεις. Αυτοί είναι που παίρνουν στο λαιμό τους και τους αυθεντικούς γιωτάδες. […] Ο γιωτάς στο στρατό έφαγε το λιγότερο κρύο και έριξε το λιγότερο ξενύχτι από όλους τους υπόλοιπους φαντάρους
- (μεταφορικά)
- ο τρελός, ο ψυχασθενής
- ο ανίκανος, ο βλάκας
- ο τεμπέλης
Σημειώσεις
- αφορά τους στρατούς της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας
- όσοι λαμβάνουν τη διαβάθμιση Ι5 (τα βαρύτερα ψυχιατρικά περιστατικά, οι υπερβολικά παχύσαρκοι κ.ά.) δεν υπηρετούν καθόλου στο στρατό ως ακατάλληλοι, οπότε δεν βρίσκονται ως γιωτάδες μέσα στο στράτευμα
Εκφράσεις
- Γιώτα, ζωή και κότα!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.