γιγαντιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

γιγαντιαίο

  1. γιγαντιαίος, στην αιτιατική του ενικού

γιγαντιαίο, ουδέτερο του γιγαντιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.