γιγαντιαία

Νέα ελληνικά (el)

Επίρρημα

γιγαντιαία

  • ...

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γιγαντιαία, θηλυκό του γιγαντιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού

γιγαντιαία

  1. γιγαντιαίο, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. γιγαντιαίο, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. γιγαντιαίο, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.