ἀΐσσω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀΐσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eig-

Ρήμα

ἀΐσσω

  1. ορμώ, κινούμαι με ορμή
  2. ρίχνομαι
  3. ξεσηκώνω
  4. (μεταφορικά) προθυμοποιούμαι, ενδιαφέρομαι

  • ποιητικός τύπος: ᾄσσω
  • αττικός τύπος: ᾄττω / ἄττω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.