περιγιάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιγιάλι | τα | περιγιάλια |
| γενική | του | περιγιαλιού | των | περιγιαλιών |
| αιτιατική | το | περιγιάλι | τα | περιγιάλια |
| κλητική | περιγιάλι | περιγιάλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιγιάλι < μεσαιωνική ελληνική περιγιάλι < παραγιάλιν < ελληνιστική κοινή παραιγιάλιος < παρά + αρχαία ελληνική αἰγιαλός < ἀΐσσω + ἅλς (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- / *séh₂ls: αλάτι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈʝa.li/
Ουσιαστικό
περιγιάλι ουδέτερο
- (ποιητικός τύπος) η ακρογιαλιά, ο γιαλός
- Στο περιγιάλι το κρυφό / κι άσπρο σαν περιστέρι / διψάσαμε το μεσημέρι· /μα το νερό γλυφό. (Γιώργος Σεφέρης. Ποίημα: Άρνηση. Ποιητική συλλογή: Στροφή. 1931)
Μεταφράσεις
περιγιάλι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.