γεωπολιτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γεωπολιτική | οι | γεωπολιτικές |
| γενική | της | γεωπολιτικής | των | γεωπολιτικών |
| αιτιατική | τη | γεωπολιτική | τις | γεωπολιτικές |
| κλητική | γεωπολιτική | γεωπολιτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεωπολιτική < γεω- + πολιτική, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική geopolitics < geography + politics[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.o.po.li.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐πο‐λι‐τι‐κή
- ομόηχο: γεωπολιτικοί
Ουσιαστικό
γεωπολιτική θηλυκό
- γεωστρατηγική
Μεταφράσεις
γεωπολιτική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γεωπολιτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γεωπολιτικός
Αναφορές
- γεωπολιτική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.