γεωπολιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωπολιτικός η γεωπολιτική το γεωπολιτικό
      γενική του γεωπολιτικού της γεωπολιτικής του γεωπολιτικού
    αιτιατική τον γεωπολιτικό τη γεωπολιτική το γεωπολιτικό
     κλητική γεωπολιτικέ γεωπολιτική γεωπολιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωπολιτικοί οι γεωπολιτικές τα γεωπολιτικά
      γενική των γεωπολιτικών των γεωπολιτικών των γεωπολιτικών
    αιτιατική τους γεωπολιτικούς τις γεωπολιτικές τα γεωπολιτικά
     κλητική γεωπολιτικοί γεωπολιτικές γεωπολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεωπολιτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

γεωπολιτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.