αγεωμέτρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγεωμέτρητος η αγεωμέτρητη το αγεωμέτρητο
      γενική του αγεωμέτρητου της αγεωμέτρητης του αγεωμέτρητου
    αιτιατική τον αγεωμέτρητο την αγεωμέτρητη το αγεωμέτρητο
     κλητική αγεωμέτρητε αγεωμέτρητη αγεωμέτρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγεωμέτρητοι οι αγεωμέτρητες τα αγεωμέτρητα
      γενική των αγεωμέτρητων των αγεωμέτρητων των αγεωμέτρητων
    αιτιατική τους αγεωμέτρητους τις αγεωμέτρητες τα αγεωμέτρητα
     κλητική αγεωμέτρητοι αγεωμέτρητες αγεωμέτρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγεωμέτρητος < αρχαία ελληνική ἀγεωμέτρητος

Επίθετο

αγεωμέτρητος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.