γεωλόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γεωλόγος οι γεωλόγοι
      γενική του/της γεωλόγου των γεωλόγων
    αιτιατική τον/τη γεωλόγο τους/τις γεωλόγους
     κλητική γεωλόγε γεωλόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωλόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géologue, γεω- + -λόγος [1]

Ουσιαστικό

γεωλόγος αρσενικό ή θηλυκό

π.χ. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω γεωλόγος.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.