γευστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γευστικός | η | γευστική | το | γευστικό |
| γενική | του | γευστικού | της | γευστικής | του | γευστικού |
| αιτιατική | τον | γευστικό | τη | γευστική | το | γευστικό |
| κλητική | γευστικέ | γευστική | γευστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γευστικοί | οι | γευστικές | τα | γευστικά |
| γενική | των | γευστικών | των | γευστικών | των | γευστικών |
| αιτιατική | τους | γευστικούς | τις | γευστικές | τα | γευστικά |
| κλητική | γευστικοί | γευστικές | γευστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γευστικός < αρχαία ελληνική γευστικός < γεῦσις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.