γευστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γευστικότητα οι γευστικότητες
      γενική της γευστικότητας των γευστικοτήτων
    αιτιατική τη γευστικότητα τις γευστικότητες
     κλητική γευστικότητα γευστικότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γευστικότητα < γευστικ(ός) + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝef.stiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γευστικότητα}}

Ουσιαστικό

γευστικότητα θηλυκό

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη γεύση, γέψη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.