γεῦσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | γεῦσῐς | αἱ | γεύσεις |
| γενική | τῆς | γεύσεως | τῶν | γεύσεων |
| δοτική | τῇ | γεύσει | ταῖς | γεύσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | γεῦσῐν | τὰς | γεύσεις |
| κλητική ὦ! | γεῦσῐ | γεύσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεύσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γευσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Πηγές
- γεῦσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.