γεῦσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γεῦσῐς αἱ γεύσεις
      γενική τῆς γεύσεως τῶν γεύσεων
      δοτική τῇ γεύσει ταῖς γεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γεῦσῐν τὰς γεύσεις
     κλητική ! γεῦσῐ γεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεύσει
γεν-δοτ τοῖν  γευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεῦσις < γεύ(ομαι) + -σις

Ουσιαστικό

γεῦσις θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.