γερμανοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γερμανοποιημένος | η | γερμανοποιημένη | το | γερμανοποιημένο |
| γενική | του | γερμανοποιημένου | της | γερμανοποιημένης | του | γερμανοποιημένου |
| αιτιατική | τον | γερμανοποιημένο | τη | γερμανοποιημένη | το | γερμανοποιημένο |
| κλητική | γερμανοποιημένε | γερμανοποιημένη | γερμανοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γερμανοποιημένοι | οι | γερμανοποιημένες | τα | γερμανοποιημένα |
| γενική | των | γερμανοποιημένων | των | γερμανοποιημένων | των | γερμανοποιημένων |
| αιτιατική | τους | γερμανοποιημένους | τις | γερμανοποιημένες | τα | γερμανοποιημένα |
| κλητική | γερμανοποιημένοι | γερμανοποιημένες | γερμανοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γερμανοποιημένος < Γερμαν(ός) + -ο- + -ποιημένος
Επίθετο
γερμανοποιημένος
- που έχει γαλουχηθεί με τη γερμανική κουλτούρα ή έχει μεγαλώσει στη Γερμανία
- ※ Έχω σημειώσει και άλλα, όμως όχι με την Εθνική», λέει ο Σέρβος, αλλά γερμανοποιημένος παίκτης, ο οποίος δεν ξέρουμε αν έκανε μαζί με τον Σιγάλα βόλτα γύρω από το ξενοδοχείο, όμως, όπως εξήγησε, περπάτησε στους δρόμους της πόλης πριν κοιμηθεί. (εφ. Τα Νέα, 23/6/1999)
- ※ Ο λογιστής, ο τεχνοκράτης, ο «γερμανοποιημένος» Έλληνας. Φάνηκε να κάνει καλή δουλειά. (www.lifo.gr, 21/6/2013)
Μεταφράσεις
γερμανοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.