ιμάμ μπαϊλντί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιμάμ μπαϊλντί < (άμεσο δάνειο) τουρκική imambayıldı, που κατά λέξη σημαίνει: Ο ιμάμης λιποθύμησε (υπονοείται το «επειδή ξετρελάθηκε με το φαγητό»)

Ουσιαστικό

ιμάμ μπαϊλντί ουδέτερο άκλιτο

  • μαγειρευτό φαγητό, φουρνιστά λαχανικά με κύριο συστατικό τη μελιτζάνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.