γαιοδεσπότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαιοδεσπότης | οι | γαιοδεσπότες |
| γενική | του | γαιοδεσπότη | των | γαιοδεσποτών |
| αιτιατική | τον | γαιοδεσπότη | τους | γαιοδεσπότες |
| κλητική | γαιοδεσπότη | γαιοδεσπότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γαιοδεσπότης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.