γαιοκτησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαιοκτησία οι γαιοκτησίες
      γενική της γαιοκτησίας των γαιοκτησιών
    αιτιατική τη γαιοκτησία τις γαιοκτησίες
     κλητική γαιοκτησία γαιοκτησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαιοκτησία < γαιο- + -κτησία

Ουσιαστικό

γαιοκτησία θηλυκό

  1. η απόκτηση γης
  2. η κατοχή μεγάλης έκτασης γης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.