хозяин

Ρωσικά (ru)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

хозяин (ru) αρσενικό

  1. ο νοικοκύρης, ο ιδιοκτήτης
     συνώνυμα: владелец, обладатель, собственник, владетель
  2. ο σπιτονοικοκύρης, ο γαιοκτήμονας
     συνώνυμα: домохозяин, домовладелец
  3. το αφεντικό, ο μάνατζερ, ο εργοδότης, ο εκμισθωτής
     συνώνυμα: арендодатель
  4. ο άντρας, ο σύζυγος

Συγγενικά

  • хозяйка, хозяйчик, хозяюшка, хозяйство, хозяйственник, хозяйственность, хозяйничанье
  • хозяйский, хозяйственный
  • хозяйничать, хозяйствовать
  • по-хозяйски
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.