хозяин
Ρωσικά (ru)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
хозяин (ru) αρσενικό
- ο νοικοκύρης, ο ιδιοκτήτης
- ≈ συνώνυμα: владелец, обладатель, собственник, владетель
- ο σπιτονοικοκύρης, ο γαιοκτήμονας
- ≈ συνώνυμα: домохозяин, домовладелец
- το αφεντικό, ο μάνατζερ, ο εργοδότης, ο εκμισθωτής
- ≈ συνώνυμα: арендодатель
- ο άντρας, ο σύζυγος
Συγγενικά
- хозяйка, хозяйчик, хозяюшка, хозяйство, хозяйственник, хозяйственность, хозяйничанье
- хозяйский, хозяйственный
- хозяйничать, хозяйствовать
- по-хозяйски
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.