γάνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | γάνος | τὰ | γάνη - γάνεᾰ |
| γενική | τοῦ | γάνους - γάνεος | τῶν | γανῶν - γανέων |
| δοτική | τῷ | γάνει - γάνεῐ̈ | τοῖς | γάνεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | γάνος | τὰ | γάνη - γάνεα |
| κλητική ὦ! | γάνος | γάνη - γάνεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γάνει - γάνεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γανοῖν - γανέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- γάνος < γάν(υμαι) + -ος. Συγγγενή: νέα ελληνική γάνα, γανώνω.
Ουσιαστικό
γάνος, -εος/-ους ουδέτερο
- χαρά, ευχαρίστηση, ευθυμία
- λάμψη, φωτεινότητα
- υπερηφάνεια, υψηλοφροσύνη
- (για κρασί, νερό ή μέλι) καθαρό, με λαμπερό χρώμα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 483 (483-485)
- οἱ μὲν ἀμφὶ κρηναῖον γάνος | δίψῃ πονοῦντες, οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἄσθματος κενοὶ | διεκπερῶμεν ἔς τε Φωκέων χθόνα
- κι άλλοι τριγύρω στις φαιδρές βρύσες | δαμασμένοι από τη δίψα κι άλλοι άδειοι απ᾽ το λαχάνιασμα πέφταν στο δρόμο. | Από κει οι άλλοι εμείς περάσαμε στους τόπους της Φωκίδας,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- οἱ μὲν ἀμφὶ κρηναῖον γάνος | δίψῃ πονοῦντες, οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἄσθματος κενοὶ | διεκπερῶμεν ἔς τε Φωκέων χθόνα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 634 (634-635)
- καὶ τῆς ὀρείας ἀνθεμόρρυτον γάνος | ξουθῆς μελίσσης εἰς πυρὰν βαλῶ σέθεν.
- και θα ρίξω στην πυρά σου τις γλυκές σταλαξιές που απ᾽ τ᾽ άνθη βγάζει | το βουνίσιο ξανθόμαυρο μελίσσι.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- καὶ τῆς ὀρείας ἀνθεμόρρυτον γάνος | ξουθῆς μελίσσης εἰς πυρὰν βαλῶ σέθεν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 261 (260-262)
- γυναιξὶ γὰρ | ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος, | οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων.
- γιατί όταν στις εορτές των γυναικών έρθει η λάμψη του κρασιού, | τότε —άκουσέ με— καμιά ιερουργία δεν είναι αθώα.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- γυναιξὶ γὰρ | ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος, | οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1320 (1320-1322)
- οἰνάνθας γάνος ἀμπέλου, | βότρυος ἕλικα παυσίπονον. | περίβαλλ᾽, ὦ τέκνον, ὠλένας.
- Σαν του κλημάτου πασίχαρο ανθόκλαδο, | ω σαν ψαλίδα τσαμπιού που γλυκαίνει τον πόνο | γύρω μου σφίξε, παιδί μου, τα χέρια σου.»
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οἰνάνθας γάνος ἀμπέλου, | βότρυος ἕλικα παυσίπονον. | περίβαλλ᾽, ὦ τέκνον, ὠλένας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 483 (483-485)
- (για τη βροχή) αναζωογονητική
Ετυμολογία 2
- γάνος < → λείπει η ετυμολογία
Ετυμολογία 3
- γάνος < → λείπει η ετυμολογία
- γάννος
Πηγές
- γάνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γάνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.