υψηλοφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υψηλοφροσύνη | οι | υψηλοφροσύνες |
| γενική | της | υψηλοφροσύνης | των | (υψηλοφροσυνών) |
| αιτιατική | την | υψηλοφροσύνη | τις | υψηλοφροσύνες |
| κλητική | υψηλοφροσύνη | υψηλοφροσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υψηλοφροσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υψηλοφροσύνη θηλυκό
- η γενναιοφροσύνη, το να είναι κανείς μεγαλόψυχος και να έχει ηθικό ανάστημα και ιπποτική στάση
- η έπαρση, το κόρδωμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υψηλοφροσύνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.