γάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γάνα οι γάνες
      γενική της γάνας των γανών
    αιτιατική τη γάνα τις γάνες
     κλητική γάνα γάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γάνα < γανώνω

Ουσιαστικό

γάνα θηλυκό

  1. η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει
  2. η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά

Συνώνυμα

  • χαλκοσκουριά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.