βόρειο ημισφαίριο
Νέα ελληνικά (el)

το βόρειο ημισφαίριο της Γης
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βόρειο ημισφαίριο | τα | βόρεια ημισφραίρια |
| γενική | του | βορείου ημισφαιρίου | των | βορείων ημισφαιρίων |
| αιτιατική | το | βόρειο ημισφαίριο | τα | βόρεια ημισφραίρια |
| κλητική | βόρειο ημισφαίριο | βόρεια ημισφραίρια | ||
| Γενικές, και «βόρειου», «βόρειων». | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βόρειο ημισφαίριο < βόρειος (ουδέτερο βόρειο), ημισφαίριο
Πολυλεκτικός όρος
βόρειο ημισφαίριο ουδέτερο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βόρειο ημισφαίριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.