βυθόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βυθόμετρο | τα | βυθόμετρα |
| γενική | του | βυθόμετρου | των | βυθόμετρων |
| αιτιατική | το | βυθόμετρο | τα | βυθόμετρα |
| κλητική | βυθόμετρο | βυθόμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βυθόμετρο < βυθό- + -μετρο, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bathomètre < αρχαία ελληνική βαθύς, μέτρον (βαθόμτερο) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /viˈθo.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυ‐θό‐με‐τρο
Ουσιαστικό
βυθόμετρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, τεχνολογία) ηλεκτρονική συσκευή πομποδέκτης που μετρά το βάθος (ύψος) του βυθού από την επιφάνεια της θάλασσας, ή λίμνης ή ποταμού.
- ↪ το βυθόμετρο είναι χρονόμετρο εκπομπής και λήψης ανακλώμενου ηλεκτρομαγνητικού κύματος
Παράγωγα
Μεταφράσεις
βυθόμετρο
Αναφορές
- βυθόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.