βυθομέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βυθομέτρηση | οι | βυθομετρήσεις |
| γενική | της | βυθομέτρησης | των | βυθομετρήσεων |
| αιτιατική | τη | βυθομέτρηση | τις | βυθομετρήσεις |
| κλητική | βυθομέτρηση | βυθομετρήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βυθομέτρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.