βαθύμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαθύμετρο | τα | βαθύμετρα |
| γενική | του | βαθύμετρου & βαθυμέτρου |
των | βαθύμετρων & βαθυμέτρων |
| αιτιατική | το | βαθύμετρο | τα | βαθύμετρα |
| κλητική | βαθύμετρο | βαθύμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαθύμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bathymeter < αρχαία ελληνική βαθύς + μέτρον
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις βαθυμετρία, βαθύς και μέτρο
Μεταφράσεις
βαθύμετρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.