βαθόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαθόμετρο τα βαθόμετρα
      γενική του βαθόμετρου
& βαθομέτρου
των βαθόμετρων
& βαθομέτρων
    αιτιατική το βαθόμετρο τα βαθόμετρα
     κλητική βαθόμετρο βαθόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

βαθόμετρο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.