βρομόστομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρομόστομος η βρομόστομη το βρομόστομο
      γενική του βρομόστομου της βρομόστομης του βρομόστομου
    αιτιατική τον βρομόστομο τη βρομόστομη το βρομόστομο
     κλητική βρομόστομε βρομόστομη βρομόστομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρομόστομοι οι βρομόστομες τα βρομόστομα
      γενική των βρομόστομων των βρομόστομων των βρομόστομων
    αιτιατική τους βρομόστομους τις βρομόστομες τα βρομόστομα
     κλητική βρομόστομοι βρομόστομες βρομόστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βρομόστομος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρομόστομος (που βρομάει το στόμα του) [1] < βρομό- + στόμ(α) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾoˈmo.sto.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρομόστομος

Επίθετο

βρομόστομος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βρομόστομος < βρομό- + στόμ(α) + -ος

Επίθετο

βρομόστομος

Συγγενικά

  • βρομόχνοτος
  • βρομοχνοτόστομος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.