βρομόστομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βρομόστομος | η | βρομόστομη | το | βρομόστομο |
| γενική | του | βρομόστομου | της | βρομόστομης | του | βρομόστομου |
| αιτιατική | τον | βρομόστομο | τη | βρομόστομη | το | βρομόστομο |
| κλητική | βρομόστομε | βρομόστομη | βρομόστομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βρομόστομοι | οι | βρομόστομες | τα | βρομόστομα |
| γενική | των | βρομόστομων | των | βρομόστομων | των | βρομόστομων |
| αιτιατική | τους | βρομόστομους | τις | βρομόστομες | τα | βρομόστομα |
| κλητική | βρομόστομοι | βρομόστομες | βρομόστομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βρομόστομος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρομόστομος (που βρομάει το στόμα του) [1] < βρομό- + στόμ(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾoˈmo.sto.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐μό‐στο‐μος
Συγγενικά
- βρομόστομα
- → δείτε τις λέξεις βρόμα και στόμα
Μεταφράσεις
βρομόστομος
|
Αναφορές
- βρομόστομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Συγγενικά
- βρομόχνοτος
- βρομοχνοτόστομος
Πηγές
- βρομόστομος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.