βρεφοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | βρεφοκτόνος | οι | βρεφοκτόνοι |
| γενική | του/της | βρεφοκτόνου | των | βρεφοκτόνων |
| αιτιατική | τον/τη | βρεφοκτόνο | τους/τις | βρεφοκτόνους |
| κλητική | βρεφοκτόνε | βρεφοκτόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρεφοκτόνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βρεφοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε βρεφο- + -κτόνος ( < κτείνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾe.foˈkto.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρε‐φο‐κτό‐νος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βρεφοκτόνος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βρεφοκτόνος | τὸ | βρεφοκτόνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βρεφοκτόνου | τοῦ | βρεφοκτόνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βρεφοκτόνῳ | τῷ | βρεφοκτόνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βρεφοκτόνον | τὸ | βρεφοκτόνον | ||
| κλητική ὦ! | βρεφοκτόνε | βρεφοκτόνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βρεφοκτόνοι | τὰ | βρεφοκτόνᾰ | ||
| γενική | τῶν | βρεφοκτόνων | τῶν | βρεφοκτόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βρεφοκτόνοις | τοῖς | βρεφοκτόνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βρεφοκτόνους | τὰ | βρεφοκτόνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βρεφοκτόνοι | βρεφοκτόνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρεφοκτόνω | τὼ | βρεφοκτόνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βρεφοκτόνοιν | τοῖν | βρεφοκτόνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βρεφοκτόνος < αρχαία ελληνική βρέφ(ος) + -ο- + -κτόνος
Συνώνυμα
Πηγές
- βρεφοκτόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.