νηπιοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νηπιοκτόνος οι νηπιοκτόνοι
      γενική του νηπιοκτόνου των νηπιοκτόνων
    αιτιατική τον νηπιοκτόνο τους νηπιοκτόνους
     κλητική νηπιοκτόνε νηπιοκτόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νηπιοκτόνος < ελληνιστική κοινή νηπῐοκτόνος < αρχαία ελληνική νήπιον + κτείνω

Ουσιαστικό

νηπιοκτόνος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.