βραχιόλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βραχιόλι | τα | βραχιόλια |
| γενική | του | βραχιολιού | των | βραχιολιών |
| αιτιατική | το | βραχιόλι | τα | βραχιόλια |
| κλητική | βραχιόλι | βραχιόλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ασημένιο βραχιόλι
Ετυμολογία
- βραχιόλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βραχιόλιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βραχιάλιον < λατινική bracchiale,[1] υποκοριστικό του bracchium με επίδραση του βραχιόνιον (περιβραχιόνιο) < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾaˈço.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χιό‐λι
Ουσιαστικό
βραχιόλι ουδέτερο
- κόσμημα, στρογγυλού σχήματος, που φοριέται στον καρπό του χεριού
- (μεταφορικά, προφορικό, στον πληθυντικό} βραχιόλια: οι χειροπέδες
Συγγενικά
- βραχιολάκι
- → και δείτε τη λέξη βραχίονας
Μεταφράσεις
Αναφορές
- βραχιόλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βραχιόλι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βραχιάλιον < λατινική bracchiale, υποκοριστικό του bracchium με επίδραση του βραχιόνιον (περιβραχιόνιο) < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο)[1]
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βραχιόλι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.