περιβραχιόνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιβραχιόνιο τα περιβραχιόνια
      γενική του περιβραχιόνιου των περιβραχιόνιων
    αιτιατική το περιβραχιόνιο τα περιβραχιόνια
     κλητική περιβραχιόνιο περιβραχιόνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιβραχιόνιο < αρχαία ελληνική περιβραχιόνιον < περί + βραχίων

Ουσιαστικό

περιβραχιόνιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.