βούλησις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

βούλησις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βούλησις <  δείτε βουλή

Ουσιαστικό 1

βούλησις θηλυκό

Συγγενικά

  • διαβούλησις
  • ἐκβούλησις

 και δείτε τη λέξη βουλή

Ετυμολογία 2

βούλησις < βουλῶ (βουλιάζω), βουλη- + -σις

Ουσιαστικό 1

βούλησις θηλυκό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βούλησῐς αἱ βουλήσεις
      γενική τῆς βουλήσεως τῶν βουλήσεων
      δοτική τῇ βουλήσει ταῖς βουλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βούλησῐν τὰς βουλήσεις
     κλητική ! βούλησῐ βουλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουλήσει
γεν-δοτ τοῖν  βουλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούλησις < βούλομαι, βουλη- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: βούλησις νέα ελληνικά: βούληση

Ουσιαστικό

βούλησις, -εως θηλυκό

  1. θέληση, επιθυμία
  2. επιδίωξη
  3. το νόημα (όπως ενός ποιήματος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.