βούλησις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία 1
- βούλησις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βούλησις < → δείτε βουλή
Πηγές
- βούλησις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βούλησῐς | αἱ | βουλήσεις |
| γενική | τῆς | βουλήσεως | τῶν | βουλήσεων |
| δοτική | τῇ | βουλήσει | ταῖς | βουλήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | βούλησῐν | τὰς | βουλήσεις |
| κλητική ὦ! | βούλησῐ | βουλήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουλήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βουλησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βούλησις < βούλομαι, βουλη- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: βούλησις ⇘ νέα ελληνικά: βούληση
Πηγές
- βούλησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βούλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.