βούβαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βούβαλος οι βούβαλοι
      γενική του βούβαλου των βούβαλων
    αιτιατική τον βούβαλο τους βούβαλους
     κλητική βούβαλε βούβαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούβαλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βούβαλος [1] (αφρικανική αντιλόπη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvu.va.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βούβαλος

Ουσιαστικό

βούβαλος αρσενικό (θηλυκό βουβάλα)

  1. (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του βουβάλι
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο που είναι
    1. παχύς, άχαρος και δυσκίνητος
    2. αργόστροφος
    3. αναίσθητος

Συγγενικά

Σύνθετα

  • βουβαλόπαιδο
  • αγριοβούβαλος
  • παιδοβούβαλο
  • παιδοβούβαλος

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βούβαλος οἱ βούβαλοι
      γενική τοῦ βουβάλου τῶν βουβάλων
      δοτική τῷ βουβάλ τοῖς βουβάλοις
    αιτιατική τὸν βούβαλον τοὺς βουβάλους
     κλητική ! βούβαλε βούβαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουβάλω
γεν-δοτ τοῖν  βουβάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούβαλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βούβαλος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βοῦς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.