βουβάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βουβάλα | οι | βουβάλες |
| γενική | της | βουβάλας | των | βουβαλών |
| αιτιατική | τη | βουβάλα | τις | βουβάλες |
| κλητική | βουβάλα | βουβάλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- → δείτε τη λέξη βουβάλι
Προφορά
- ΔΦΑ : /vuˈva.la/
Ουσιαστικό
βουβάλα θηλυκό
Μεταφράσεις
βουβάλα
|
→ δείτε τη λέξη βουβάλι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.