βουλευτών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
βουλευτών
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του βουλευτής
- εναλλακτικός τύπος: βουλευτάδων
- (θηλυκό) γενική πληθυντικού του βουλευτής
- → και δείτε τη λέξη βουλευτίνων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.