αποθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποθεραπεία | οι | αποθεραπείες |
| γενική | της | αποθεραπείας | των | αποθεραπειών |
| αιτιατική | την | αποθεραπεία | τις | αποθεραπείες |
| κλητική | αποθεραπεία | αποθεραπείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποθεραπεία < (ελληνιστική κοινή) ἀποθεραπεία < αρχαία ελληνική ἀποθεραπεύω
Μεταφράσεις
αποθεραπεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.