τσίνορο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσίνορο | τα | τσίνορα |
| γενική | του | τσίνορου | των | τσίνορων |
| αιτιατική | το | τσίνορο | τα | τσίνορα |
| κλητική | τσίνορο | τσίνορα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσίνορο < περικοπή του ματοτσίνορο και < τσινούρι < μεσαιωνική ελληνική τσινάριν < αρχαία ελληνική κύναρος (αγκαθωτός) με τσιτακισμό, (αγκάθι - κυνάρα, κινάρα· όπως αγκινάρα)[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡si.no.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσί‐νο‐ρο
Μεταφράσεις
τσίνορο
|
Αναφορές
- τσίνορο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.