βλεφαρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βλεφᾰριδ-
ονομαστική βλεφαρίς αἱ βλεφαρίδες
      γενική τῆς βλεφαρίδος τῶν βλεφαρίδων
      δοτική τῇ βλεφαρίδ ταῖς βλεφαρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βλεφαρίδ τὰς βλεφαρίδᾰς
     κλητική ! βλεφαρίς* βλεφαρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βλεφαρίδε
γεν-δοτ τοῖν  βλεφαρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλεφαρίς < βλέφαρ(ον) + -ίς
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βλεφαρίδα

Ουσιαστικό

βλεφαρίς, -ίδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.