βλεννόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βλεννόρροια | οι | βλεννόρροιες |
| γενική | της | βλεννόρροιας | των | βλεννορροιών |
| αιτιατική | τη | βλεννόρροια | τις | βλεννόρροιες |
| κλητική | βλεννόρροια | βλεννόρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλεννόρροια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική blennorrhée < αρχαία ελληνική βλέννα + ῥέω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αντιβλεννορροιακός
- βλεννορροϊκός
- → δείτε τις λέξεις βλέννα και ρέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.