σκουλαμέντο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουλαμέντο τα σκουλαμέντα
      γενική του σκουλαμέντου των σκουλαμέντων
    αιτιατική το σκουλαμέντο τα σκουλαμέντα
     κλητική σκουλαμέντο σκουλαμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουλαμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scolamento < scolare ( < δημώδης λατινική *excolāre < λατινική colare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος colo < *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, (τρι)γυρίζω) +‎ -mento

Ουσιαστικό

σκουλαμέντο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.