αντιβλεννορροιακός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιβλεννορροιακός < αντι- + βλεννόρροια + -ικός
Επίθετο
αντιβλεννορροιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντιμετώπιση της βλεννόρροιας ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις βλεννόρροια, βλέννα και ρέω
Μεταφράσεις
αντιβλεννορροιακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.