αντιβλεννορροιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιβλεννορροιακός η αντιβλεννορροιακή το αντιβλεννορροιακό
      γενική του αντιβλεννορροιακού της αντιβλεννορροιακής του αντιβλεννορροιακού
    αιτιατική τον αντιβλεννορροιακό την αντιβλεννορροιακή το αντιβλεννορροιακό
     κλητική αντιβλεννορροιακέ αντιβλεννορροιακή αντιβλεννορροιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιβλεννορροιακοί οι αντιβλεννορροιακές τα αντιβλεννορροιακά
      γενική των αντιβλεννορροιακών των αντιβλεννορροιακών των αντιβλεννορροιακών
    αιτιατική τους αντιβλεννορροιακούς τις αντιβλεννορροιακές τα αντιβλεννορροιακά
     κλητική αντιβλεννορροιακοί αντιβλεννορροιακές αντιβλεννορροιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιβλεννορροιακός < αντι- + βλεννόρροια + -ικός

Επίθετο

αντιβλεννορροιακός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.