βλέψις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βλέψις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βλέψις

Ουσιαστικό

βλέψις θηλυκό

  1. το να βλέπω, η όραση
  2. (συνεκδοχικά) η αντίληψη
  3. το βλέμμα

Συγγενικά

  • βλέψιμο

 και δείτε τη λέξη βλέπω

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βλέψῐς αἱ βλέψεις
      γενική τῆς βλέψεως τῶν βλέψεων
      δοτική τῇ βλέψει ταῖς βλέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βλέψῐν τὰς βλέψεις
     κλητική ! βλέψῐ βλέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βλέψει
γεν-δοτ τοῖν  βλεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλέψις, (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βλέπω, βλεπ- βλεψ- -ις [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: βλέψις νέα ελληνικά: βλέψη

Ουσιαστικό

βλέψις, -εως θηλυκό

Αναφορές

  1. s.v. «βλέπω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.