-ις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

-ις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ις (Δείτε και -ίς < -ίς)

Επίθημα

-ις

  1. για το σχηματισμό λόγιων θηλυκών ουσιαστικών από τα αντίστοιχά τους αρσενικά
    προστάτης > προστάτις
    δείτε και -ιδα (στη δημοτική)
  2. κατάληξη λόγιων μονογενών και μονοκατάληκτων επιθέτων
    εὔελπις > εύελπις
    ῥίψασπις > ρίψασπις
  3. -ις-ίς) : κατάληξη λόγιων θηλυκών ουσιαστικών της καθαρεύουσας από τα αρχαία ελληνικά
    ἀρθρῖτις > αρθρίτιδα, αἰγιαλῖτις > αιγιαλίτιδα
    δείτε και -ιδα (στη δημοτική)
    δείτε και θηλυκά σε -σις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ις-ίς < -ίς)

Επίθημα

-ις ή -ίς

  • δείτε τα θηλυκά σε -σις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ις-ίς) < λείπει η ετυμολογία

Επίθημα

-ῐς

  1. κατάληξη λόγιων μονογενών και μονοκατάληκτων επιθέτων λείπει η κλίση
    εὔελπις, ῥίψασπις
  2. κατάληξη τριτόκλιτων θηλυκών ουσιαστικών (δείτε και -ίς) λείπει η κλίση
    ἀρθρῖτις, αἰγιαλῖτις
    δείτε και θηλυκά σε -σις
    δείτε τα νέα ελληνικά σε -ιδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.