aperçu

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
aperçu aperçus

Ουσιαστικό

aperçu (fr) αρσενικό

  1. μια πρώτη συνοπτική ιδέα ή εικόνα που μπορούμε να έχουμε στα γρήγορα για κάτι
  2. γρήγορη παρατήρηση που παρουσιάζει τα πράγματα από μια νέα άποψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.