aperçu
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| aperçu | aperçus |
Ουσιαστικό
aperçu (fr) αρσενικό
- μια πρώτη συνοπτική ιδέα ή εικόνα που μπορούμε να έχουμε στα γρήγορα για κάτι
- γρήγορη παρατήρηση που παρουσιάζει τα πράγματα από μια νέα άποψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.