regard

Αγγλικά (en)

ενεστώτας regard
γ΄ ενικό ενεστώτα regards
αόριστος regarded
παθητική μετοχή regarded
ενεργητική μετοχή regarding

Ρήμα

regard (en)

  • περνάω, θεωρώ, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
    He is regarded as an expert.
    Περνάει/Περνιέται για ειδικός.
    Do you still regard him as your friend?
    Τον θεωρείς ακόμα φίλο σου;

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
regard regards

regard (fr) αρσενικό

  1. το βλέμμα, η ματιά
  2. το άνοιγμα (π.χ. σε σωληνώσεις, υπόγειο, υπονόμους, φούρνο) που επιτρέπει τον έλεγχο καλής λειτουργίας και, ενδεχομένως, την επισκευή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.