βιωματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιωματικότητα | οι | βιωματικότητες |
| γενική | της | βιωματικότητας | των | βιωματικοτήτων |
| αιτιατική | τη | βιωματικότητα | τις | βιωματικότητες |
| κλητική | βιωματικότητα | βιωματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιωματικότητα < βιωματικ(ός)} + -ότητα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.