βίωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βίωμα τα βιώματα
      γενική του βιώματος των βιωμάτων
    αιτιατική το βίωμα τα βιώματα
     κλητική βίωμα βιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίωμα < βιώνω + -μα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εrlebnis

Ουσιαστικό

βίωμα ουδέτερο

  1. εμπειρία που αποκτά κάποιος όταν έχει ζήσει ένα σημαντικό ή καθοριστικό γεγονός προσωπικά
    θρησκευτικό βίωμα, τραυματικό βίωμα, συλλογικό βίωμα (π.χ. της ελληνικής φυλής)
    ο καθένας κρίνει με τα βιώματά του (ανάλογα με τις εμπειρίες του)
    του έχει γίνει βίωμα (έντονη κατάσταση, βαθιά γνώση αρνητική ή θετική)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.