βιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιωμένος | η | βιωμένη | το | βιωμένο |
| γενική | του | βιωμένου | της | βιωμένης | του | βιωμένου |
| αιτιατική | τον | βιωμένο | τη | βιωμένη | το | βιωμένο |
| κλητική | βιωμένε | βιωμένη | βιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιωμένοι | οι | βιωμένες | τα | βιωμένα |
| γενική | των | βιωμένων | των | βιωμένων | των | βιωμένων |
| αιτιατική | τους | βιωμένους | τις | βιωμένες | τα | βιωμένα |
| κλητική | βιωμένοι | βιωμένες | βιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βιώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.