βιολέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιολέτα | οι | βιολέτες |
| γενική | της | βιολέτας | των | βιολετών |
| αιτιατική | τη | βιολέτα | τις | βιολέτες |
| κλητική | βιολέτα | βιολέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- βιολέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική violetta < viola ( < λατινική viola (συγγενές με την αρχαία ελληνική ἴον) ) + δημώδης λατινική: -etta θηλυκό (-έτα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi̯oˈle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βιο‐λέ‐τα
Ουσιαστικό
βιολέτα θηλυκό
-
βιολέτα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.