βερνικωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βερνικωμένος | η | βερνικωμένη | το | βερνικωμένο |
| γενική | του | βερνικωμένου | της | βερνικωμένης | του | βερνικωμένου |
| αιτιατική | τον | βερνικωμένο | τη | βερνικωμένη | το | βερνικωμένο |
| κλητική | βερνικωμένε | βερνικωμένη | βερνικωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βερνικωμένοι | οι | βερνικωμένες | τα | βερνικωμένα |
| γενική | των | βερνικωμένων | των | βερνικωμένων | των | βερνικωμένων |
| αιτιατική | τους | βερνικωμένους | τις | βερνικωμένες | τα | βερνικωμένα |
| κλητική | βερνικωμένοι | βερνικωμένες | βερνικωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βερνικωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βερνικώνω
Συνώνυμα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
βερνικωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.