γυαλισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυαλισμένος η γυαλισμένη το γυαλισμένο
      γενική του γυαλισμένου της γυαλισμένης του γυαλισμένου
    αιτιατική τον γυαλισμένο τη γυαλισμένη το γυαλισμένο
     κλητική γυαλισμένε γυαλισμένη γυαλισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυαλισμένοι οι γυαλισμένες τα γυαλισμένα
      γενική των γυαλισμένων των γυαλισμένων των γυαλισμένων
    αιτιατική τους γυαλισμένους τις γυαλισμένες τα γυαλισμένα
     κλητική γυαλισμένοι γυαλισμένες γυαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυαλίζω

Μετοχή

γυαλισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.